- εισαγγελτικος
- εἰσαγγελτικόςεἰσ-αγγελτικός3касающийся исангелии
(νόμος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νόμος Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισαγγελτικός — εἰσαγγελτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγγελία … Dictionary of Greek
εἰσαγγελτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικόν — εἰσαγγελτικός of masc acc sg εἰσαγγελτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῷ — εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῶι — εἰσαγγελτικῷ , εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)